φιλοπτωχία

φιλοπτωχία
ἡ, Α [φιλόπτωχος]
η ιδιότητα τού φιλόπτωχου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλοπτωχία — φιλοπτωχίᾱ , φιλοπτωχία love for the poor fem nom/voc/acc dual φιλοπτωχίᾱ , φιλοπτωχία love for the poor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπτωχίᾳ — φιλοπτωχίᾱͅ , φιλοπτωχία love for the poor fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπτωχίας — φιλοπτωχίᾱς , φιλοπτωχία love for the poor fem acc pl φιλοπτωχίᾱς , φιλοπτωχία love for the poor fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπτωχίαν — φιλοπτωχίᾱν , φιλοπτωχία love for the poor fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • ԱՂՔԱՏՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0046 Chronological Sequence: 5c, 12c գ. ԱՂՔԱՏՍԻՐՈՒԹԻՒՆ որ եւ ԱՂՔԱՏԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ. φιλοπτωχία pauperum amor Սէր աղքատաց. գութ եւ խնամ առ աղքատս. *Յաղագս աղքատսիրութեան: Ընկալա՛յք յաղագս աղքատսիրութեան զբանս. Ածաբ. աղք.: *Արասցո՛ւք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”